Ποιά Είναι Η Αμελί : Συλλέξαμε την καλύτερη πηγή για αυτό το θέμα και σας την παραθέτουμε μαζί με άλλες πληροφορίες.
Η Αμελί είναι αισιόδοξη εφευρετική και δε τα παρατάει ποτέ μα ποτέ. Ακόμα κι αν η ταινία σας φανεί γλυκανάλατη (αλήθεια τώρα;) είναι γιατί την έχουν αντιγράψει άπειρες φορές από τότε. Εννοείται ότι το soundtrack του Γιάν Τίερσεν είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα όλων των εποχών και ίσως αυτό που ταιριάζει πιο πολύ στην ταινία που ανήκει. « Πολίτικη κουζίνα », 2003, Ελλάδα. Ο Φάνης, Πολίτης στην καταγωγή και αστροφυσικός στο επάγγελμα, ξαναγυρίζει στην Πόλη ύστερα από τριάντα χρόνια για να δει τον άρρωστο παππού του. Το ταξίδι δίνει την αφορμή για αναδρομή στο παρελθόν, όταν ως παιδί στην Πόλη μάθαινε τα μυστικά της μαγειρικής και ζούσε τον πρώτο έρωτα με τη μικρή Σαϊμέ. Μνήμες από την Πόλη, χιούμορ, συγκίνηση, γαστρονομία και φιλοσοφία της ζωής. Από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες και σε επίπεδο παραγωγής, σκηνοθεσίας, ερμηνειών, εφέ, μουσικής και γενικώς τα είχε όλα. Γι’ αυτό και είναι και η δεύτερη εμπορικότερη ταινία στο ελληνικό box-office (Ο Τιτανικός είναι η πρώτη). Ομολογώ ότι είναι η ταινία που με δυσκόλεψε πιο πολύ γιατί έχει τόσα πολλά νοήματα και είναι τόσο γλυκόπικρη που αν δε την έχετε δει ήδη ό,τι και να γράψω νομίζω ότι δεν αρκεί. Αλώστε μπορεί κανείς να περιγράψει τη μυρωδιά της κανέλας; « Οι άθικτοι », 2011, Γαλλία. Ένας τετραπληγικός αριστοκράτης προσλαμβάνει ως βοηθό/νοσοκόμο έναν νεαρό Αφρικανό των παριζιάνικων προαστίων, ο οποίος θα του αλλάξει τη ζωή με εντελώς απρόσμενο τρόπο. Η αγαπημένη μου ολόκληρης της λίστας. Η σκηνοθεσία των Ερίκ Τολεντανό και Ολιβιέ Νακάς είναι πανέξυπνη και περνάει στο θεατή το σωστό και απλό μήνυμα της. Η ιστορία είναι αληθινή και οι Ομάρ Συ και ο Φρανσουά Κλουζέ ενσαρκώνουν με τεράστια επιτυχία και ειλικρίνεια τους δυο πρωταγωνιστές. Άπειρα μαθήματα ζωής περνάνε μπροστά μας στα 112’ της ταινίας, κανένα όμως με διδακτισμό. Απλά ξέρεις πως τα πράγματα έτσι πρέπει να είναι. Θα την πρότεινα για Παρασκευή βράδυ. Έτσι θέλετε να κλείσει η εβδομάδα σας, πιστέψτε με! Καλή τηλεθέαση, ραντεβού τη επόμενη Δευτέρα για τον ¨ Καναπέ ¨ και κάθε Παρασκευή για τον ¨ Κινηματογράφο ¨....
Πηγή b2magazine.gr >>>
Χρήστες που ενδιαφέρθηκαν για το παραπάνω βρήκαν χρήσιμα και τα:
Τι Είναι Η Ιδέα Της Μετενσάρκωσης
Η ιδέα της μετενσάρκωσης είναι κυρίαρχη σε αρκετές θρησκείες κυρίως της Ινδ… Για τους περισσότερους ανθρώπους, η μετενσάρκωση είναι ένα θέμα πέρα από τα συνηθισμένα. Σύμφωνα με τη Wikipedia, με τον όρο μετενσάρκωση εννοείται η ιδέα ότι η ψυχή μετά τον θάνατο δεν πεθαίνει αλλά αναγεννάται σε νέο σώμα. Η ιδέα της μετενσάρκωσης είναι κυρίαρχη σε αρκετές θρησκείες κυρίως της Ινδίας, ενώ ήταν μέρος και της φιλοσοφίας του Πυθαγόρα. Όσοι πιστεύουν στην μετενσάρκωση, θεωρούν ότι ένας άνθρωπος έχει ζήσει άπειρες προηγούμενες ζωές και θα ζήσει άλλες τόσες. Από θρησκείες πιστεύεται ότι όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, εκτός από την μετενσάρκωση του σε άνθρωπο, υπάρχει περίπτωση να αναγεννηθεί σαν ζώο, έντομο ή ακόμα και φυτό, ανάλογα με τις πράξεις που διέπραξε στην ζωή του. Σήμερα, θα προσπαθήσουμε να βρούμε μια ενδιαφέρουσα όψη της μετενσάρκωσης, το πλήθος των ζωών που έχετε προηγουμένως ζήσει. Πως θα γίνει αυτό; Εύκολα, απλά μελετώντας τη ...
Πηγή fanpage.gr >>>
Τι Είναι Η Λεγόμενη Ανθρωπιστική Παιδεία
Η λεγόμενη ανθρωπιστική παιδεία είναι συναρτημένη με την έννοια των κλασικών «κανόνων», δηλαδή με μια παρακαταθήκη πνευματικών προϊόντων τα οποία, σύμφωνα με ένα ευρύ consensus «σοφών», ενσωματώνουν με παραδειγματικό, θεματικά και αισθητικά, τρόπο τις αξίες μιας συγκεκριμένης πολιτισμικής παράδοσης. Ετσι, για παράδειγμα, ο παραδοσιακός δυτικός «κανόνας» είναι αδιανόητος χωρίς τον Ομηρο, τον Πλάτωνα, τον Βιργίλιο, τον Δάντη, τον Σαίξπηρ, τον Μιχαήλ Αγγελο, τον Μπετόβεν κτλ. Η παιδευτική αξία και χρήση του «κανόνα», αυτονόητη σε ένα μονοπολιτισμικό καθεστώς, γίνεται προβληματική όταν μια κοινωνία εκ των πραγμάτων προωθεί το πολυπολιτισμικό μοντέλο. Οι σχετικές διορθωτικές κινήσεις στην αμερικανική πανσπερμία δημιούργησαν χώρο για φάμπρικες με «Μαύρες Αθηνές» και αφροαμερικανούς «κλασικούς», αλλά η υποκείμενη ευαισθησία και επιβαλλόμενη είναι και ενάρετη και έχει βρει καλή υποδοχή σε άλλες δυτικές κοινωνίες. Πολίτες του κόσμου Η διεύρυνση της πολιτισμικής δεκτικότητας, που αποσταθεροποιεί τον δυτικό «κανόνα», δεν είναι άσχετη με το νέο καθεστώς που δημιουργεί ο γιγαντισμός των μέσων μαζικής επικοινωνίας και τα ηλεκτρονικά διαδίκτυα, τα οποία σήμερα αυξάνουν συστηματικότερα και αμεσότερα τις οικουμενικές γνωριμίες μας. Για πρώτη φορά το «είμαι πολίτης του κόσμου» δεν αποτελεί ευχολογική παρόρμηση αλλά περιγραφή μιας καινούργιας συμμετοχικής ψυχολογίας που υποθάλπεται από το «χάιγουεϊ» της πληροφορικής και την πύκνωση των πάσης φύσεως αλληλεξαρτήσεων. Τα συγκοινωνούντα χρηματιστηριακά δοχεία είναι ένα εύληπτο παράδειγμα· η οικολογική εγρήγορση, που δεν είναι πια απλώς ζήτημα εγχώριας υγιεινής, είναι ένα άλλο. Κάποτε ο κόσμος μάς επισκεπτόταν ως παθητικούς δέκτες· τώρα ανοιγόμαστε προς τον κόσμο ως ενεργοί μέτοχοι. Και παρ' όλο που όλα αυτά μοιάζουν να είναι συνοδά συμπτώματα τής, θεοποιημένης και εξίσου αβασάνιστα δαιμονοποιημένης, παγκοσμιοποίησης της αγοράς, εκτός από τα οικονομικά κεφάλαια εδώ διακυβεύονται και τα «συμβολικά κεφάλαια» της κουλτούρας. Για να μιλήσουμε πρακτικά, οι νέες αυτές συνθήκες επιβάλλουν την αναπροσαρμογή της ανθρωπιστικής μας συνείδησης ώστε αυτή, ξεπερνώντας παλαιά άγχη και ενοχές, να συμπεριλάβει τώρα τις παραδοσιακές «ετερότητες» και να μηδενίσει τους «αποκλεισμούς». Ο πρόσφατος συρμός των απολογιών (είτε αφορά τα ολοκαυτώματα είτε, πιο γραφικά, τις μεσαιωνικές σταυροφορίες είτε, πιο διπλωματικά, τη στήριξη της χούντας μας) αποτελεί ευδιάκριτη ένδειξη αυτής της προοπτικής φοράς των πραγμάτων. Καθώς προχωράμε με ιλιγγιώδη επιτάχυνση από μια «κουλτούρα αρχειοθέτησης» σε μια «κουλτούρα προγραμματισμού» (που βλέπει με ένα είδος μονομανίας προς το μέλλον), τέτοιες φαρδιές πλατιές χειρονομίες φιλοδοξούν να κλείσουν τους παλιούς ανοιχτούς λογαριασμούς και να διαγράψουν τα όρια του νέου ανθρωπισμού. Μόνο οι πνευματικοί αποικιοκράτες και οι παρεμφερείς σκληροπυρηνικοί θα υποστήριζαν σήμερα ότι ο δυτικός κανόνας, ως εξ αντικειμένου και αποτελέσματος «ανώτερος», είναι σύμμετρος με την κλίμακα αυτού του νέου ανθρωπισμού. Από την άλλη μεριά μπορεί κανείς να ρωτήσει (και το ερώτημα περιμένει την πειστική του απάντηση): αυτός ο νεοπαγής ανθρωπισμός, εκτός από αγαθές προαιρέσεις, διαθέτει αυτήν τη στιγμή επαρκές πολιτισμικό βάθος (για να μην πούμε τίποτε για «κανόνα») και, κατά προέκταση, συντεταγμένη παιδευτική φιλοσοφία; Και μπορεί, συνεπώς, να ανασυντάξει τα εκπαιδευτικά curricula; Οι φανατικοί τής πέραν όχθης του Ατλαντικού, και οι ευρωπαίοι ομόλογοί τους, έχουν έτοιμο το «ναι». Αλλά νομίζω ότι πολύ περισσότεροι διατηρούν επιφυλάξεις και, κυρίως, παλεύουν με την αμηχανία που λέγαμε. Γιατί, από ό,τι φαίνεται για την ώρα τουλάχιστον, η ατζέντα των «πολυπολιτισμικών», των «πολιτικώς ορθών» και των άλλων απολογητών του νέου ανθρωπισμού, όταν δεν αναλώνεται σε σημειολογικές εχθροπραξίες τύπου «Μαύρης Αθηνάς» και «εθνομαθηματικών» περιέχει πολύ συναίσθημα, και ενίοτε μελόδραμα, και μικρή δυνατότητα διαλεκτικής αντιπαράθεσης με το πολιτισμικό πρόγραμμα (ή, αν θέλετε, τις πολιτισμικές προκαταλήψεις) του παραδοσιακού δυτικού «κανόνα». Θα το έθετα και με οξύτερο τρόπο: συχνά η συναισθηματική ακράτεια αντιστρατεύεται ευθέως τον ορθό λόγο και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ιδεολογική τρομοκρατία. Το χειρότερο: δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα είδος πολιτισμικής αφασίας. Η «συνωμοσία» της Δύσης Η βρετανική περίπτωση είναι και πάλι ενδεικτική. Πριν από το πόρισμα που προαναφέρθηκε, προγράμματα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με τίτλους όπως «Εκπαίδευση προς την κατεύθυνση της φυλετικής ισότητας» (Education towards Race Equality) και «Εθνοτικές σχέσεις και σχολική πράξη» (Ethnic Relations and Schooling) σάλπιζαν έφοδο (παραθέτω ακριβώς) «στο ήθος και στην κουλτούρα του λευκού μεσοαστού Αγγλοσάξονα», όπως αυτά αποτυπώνονται στα σχολικά προγράμματα. Το αποτέλεσμα, όπως το άκουσα να περιγράφεται από βρετανούς εκπαιδευτικούς, ήταν ότι σε πολλές περιπτώσεις η μαθητική αίθουσα μετατράπηκε σε εργαστήριο «πολιτικής ορθότητας» ενώ οι επιδόσεις όλων ανεξαιρέτως των μαθητών (Αγγλοσαξόνων, Ινδών, Πακιστανών κ.ά.) έπεσαν κατακόρυφα. Δεν θέλω να αμφισβητήσω ότι οι ρατσιστές πτοήθηκαν· είναι όμως επίσης βέβαιο ότι οτιδήποτε που θα μπορούσε κανείς να ...
Πηγή tovima.gr >>>
Τι Είναι Το Όνομα Σουλτάνα
Το όνομα “Σουλτάνα” είναι πολύ μπανάλ για ένα “αστέρι” σαν κι αυτόν. Τώρα είναι ένας “λαϊκός σταρ” με επίχρυση μπαταρία στο μπάνιο. Τώρα είναι ένας ψυχρός “πλασιέ” της εταιρείας σου, μια “ανασφαλής” βεντέτα της χειρότερης μορφής, ένας κακότροπος τραγουδιστής που τα ξέρει όλα και δεν χρειάζεται (ούτε μπορεί) πια να μάθει τίποτε άλλο. Τώρα είναι ένας 35άρης που δίνει παράσταση και πιστεύει πως είναι ο κατάλληλος να κάνει “ιστορία” και να παρουσιάσει “εξήντα χρόνια λαϊκό τραγούδι”, κάτι που δεν αποφάσισε να κάνει ούτε ο Τσιτσάνης. Είναι και αυτό μια πτυχή του πολιτιστικού σας έργου». Η κόντρα με τον συγκρουσιακό (συχνά ακραίο) Πάνου εγκαινιάζεται στην ηχογράφηση του δίσκου «Θέλω να τα πω» (1982). Γίνονται «μπίλιες» μέσα στο στούντιο της Columbia, ο Πάνου αποχωρεί στη φάση της ηχοληψίας του ομώνυμου τραγουδιού, ο δίσκος τελικά βγαίνει, ατόφιο χρυσάφι και καλλιτεχνικά και εμπορικά, ο μοναδικός μάλιστα χρυσός στη δισκογραφία του Πάνου. Λίγους μήνες αργότερα, η κόντρα αναζωπυρώνεται όταν κυκλοφορεί ένας διπλός live δίσκος του Νταλάρα από τις εμφανίσεις του στον Ορφέα με τίτλο: «Τα τραγούδια μου!». Ο Ακης Πάνου γίνεται πυρ και μανία, γιατί το «Νταλαράκι», όπως τον έλεγε, όχι χαϊδευτικά, είχε συμπεριλάβει, χωρίς να ζητήσει την άδειά του, δύο δικά του εμβληματικά τραγούδια για «κράχτες» του compilation: το «Θέλω να τα πω» και το «Χαροκόπου 1942-1953 (Στις παράγκες)» (πιο γνωστό ως «Εφτά νομά σ’ ένα δωμά»). Ο Νταλάρας, που στο θέμα Πάνου θα κρατήσει εν γένει αποστάσεις, δεν θα αντέξει να μην απαντήσει, έμπλεος ειρωνείας, στην προαναφερθείσα ανοιχτή επιστολή: «Φίλε μου Ακη, γεια χαρά. Διάβασα το γράμμα σου που με βρίζεις, αλλά δεν θύμωσα καθόλου! Το φχαριστήθηκα και γέλασα πολύ... Να γράφεις συνέχεια εσύ και να γελάω συνέχεια εγώ! Σε χαιρετώ, ο φίλος σου ο Γιωργάκης ο Νταλάρας» (περιοδικό «Ντέφι», τ. 3, σελ. 69, Οκτ. 1982). Οι κακεντρεχείς θα πουν ότι το πάρθιον βέλος θα το εκσφενδονίσει μετά τον θάνατο του Πάνου. Τον Απρίλιο του 2011 «Το Bήμα της Κυριακής» κυκλοφορεί μια επανέκδοση του «Θέλω να τα πω», με νέα ηχητική επεξεργασία και κυρίως με νέες ενορχηστρωτικές αλλαγές και προσθήκες, αλλά και νέες ερμηνείες (!) διά χειρός Γιώργου Νταλάρα. Οπως θα εξηγήσει ο ίδιος στο σημείωμά του: «Ακούγοντας ξανά, έπειτα από 30 χρόνια, τα πολυκάναλα του δίσκου, αισθάνθηκα την ανάγκη να δουλέψω από την αρχή τις μείξεις, να διαλέξω κάποιες διαφορετικές ερμηνείες από τις ηχογραφήσεις εκείνης της εποχής και να αντικαταστήσω όργανα και ήχους που δεν ακούγονταν στ’ αφτιά μου σήμερα όπως θα άξιζε σ’ αυτά τα τόσο σημαντικά λαϊκά τραγούδια». Πόσο θεμιτό είναι να «πειράζει» ένας τραγουδιστής μια πρώτη εκτέλεση, έναν ιστορικό δίσκο; Ανεξάρτητα από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, τα κόκαλα του «έσχατου ρεμπέτη» Ακη Πάνου μάλλον δεν έχουν πάψει να τρίζουν. Οσοι τον περιμένουν στη γωνία θα τον επικρίνουν για το «καπέλωμα» που κάνει σε ό,τι τραγουδάει (δεν ακούς, για παράδειγμα, Καλδάρα, ακούς Νταλάρα) αλλά και για τις παρακινδυνευμένες μουσικές του παρεκκλίσεις (βλέπε λάτιν). «Αυτοί που είναι προσκολλημένοι στο λαϊκό τραγούδι, όπως το γνώρισαν μέχρι τώρα, μου απαγορεύουν να “παρεκκλίνω” και να ψάχνω για καινούργια πράγματα. Και αυτοί με τις καινούργιες ιδέες με αντιμετωπίζουν σαν σκουριασμένη χατζάρα του 1821» θα εξομολογηθεί στον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Ενίοτε προβαίνει σε αιφνιδιασμούς. Είναι εκείνος που μέσα στην παντοδυναμία της ιδιωτικής τηλεόρασης θα κάνει «Τα κατά Μάρκον» με τον Σταύρο Ξαρχάκο, ο ίδιος που το 1983 τηλεφώνησε (σε μια εμβρόντητη) Κατερίνα Στανίση και της είπε: «Σε άκουσα και θέλω να τραγουδήσουμε μαζί». Είναι και άλλοι που τον αντιμετωπίζουν σαν το ναρκοβόλο της μουσικής βιομηχανίας. Εκείνοι που επιμένουν, ενδεχομένως με μια δόση υπερβολής, ότι «βύθισε κάμποσες καριέρες» και «πήρε τραγούδια από το στόμα συναδέλφων του». Οσοι υποστηρίζουν τα παραπάνω αναφέρουν την περίπτωση του Κώστα Σμοκοβίτη. Ο Κώστας Σμοκοβίτης (γνωστός από το «Καλημέρα ήλιε» που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος και θα γινόταν γρήγορα το αγαπημένο μουσικό θέμα του ΠαΣοΚ) είναι εκεί, γύρω στο 1973-74, ένας ανερχόμενος λαϊκός τραγουδιστής, κάποιοι θα πουν, «ο νέος Νταλάρας», μάλλον επειδή η φωνή του βρίσκεται «στα ίδια πατήματα». Ο ίδιος, σε πλείστες εκμυστηρεύσεις του προς τον μουσικό Τύπο, θα ισχυριστεί ότι η συνύπαρξή του με τον Νταλάρα στην ίδια εταιρεία θα γίνει η καλλιτεχνική επιτάφια πλάκα του. Μεταξύ άλλων, θα καταθέσει ότι χρησιμοποιήθηκε πολλάκις από τη Μinos ως «φόβητρο» του αναρριχούμενου Νταλάρα, ήτοι για να μην κάνει πολλά τσαλίμια στα καινούργια συμβόλαια. Για τον Κώστα Σμοκοβίτη, που τελικά έγινε υπάλληλος του ΟΤΕ, ο Νταλάρας δεν αφήνει κανέναν άλλο να σηκώσει κεφάλι: Οπως θα γράψει στο περιοδικό «Nτέφι» (τ. 5, 1983, σελ. 43): «Το Νοέμβρη του 1973 έπειτα από υπόδειξη της εταιρείας... πάω να δουλέψω στα Νέα Δειλινά μαζί με τον Νταλάρα. Καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν ο Νίκος Λαβράνος, αλλά στην ουσία για όλα αποφάσιζε ο Νταλάρας. Εκείνη την εποχή με φωνάζει ο Κουγιουμτζής και μου λέει να πω στον καινούργιο δίσκο που ετοίμαζε το “Πουκάμισο το θαλασσί” και τα άλλα που είχε γράψει τότε. Από αφέλεια ζήτησα άδεια από τον Νταλάρα να φύγω από την πρόβα. “Τι έχεις, ρε; ” με ρώτησε. Κι εγώ του είπα ότι είχα πρόβα με τον Κουγιουμτζή να πω κάτι τραγούδια. Μετά από αυτό περιμένω να μου ξανατηλεφωνήσει ο Κουγιουμτζής, περιμένω, τίποτα. Παίρνω τον Θεοφίλου και αυτός μου λέει “Κώστα, χάλασε η δουλειά”! Δεν αργεί να βγει ο δίσκος με τα ίδια τραγούδια τραγουδισμένα από τον Νταλάρα». Υπάρχουν, βέβαια, και αρκετοί που θα εξαργυρώσουν προς όφελός τους το καλλιτεχνικό αλισβερίσι με τον «θείο» (παρατσούκλι που του βγάζουν οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας). Μιλώντας στο BHmagazino, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας αναγνωρίζει ότι o ίδιος και οι Τερμίτες τού οφείλουν το μισό της ύπαρξής τους. «Αν δεν είχε βρεθεί ο Γιώργος ο Νταλάρας να κάνουμε το “Διδυμότειχο Βlues”, πιθανότατα σήμερα να μην έκανα αυτή τη δουλειά». Ο πολιτικά ορθός «χρυσολαρυγγάς» Τελικά ποιος είναι ο Γιώργος Νταλάρας; Αν μη τι άλλο, ένας από τους «χρυσολαρυγγάδες» (όπως αποκαλούσε ο Δημήτρης Ψαθάς τα είδωλα της μουσικής σκηνής με τα απίθανα μεροκάματα) που κατά τον Μάκη Μάτσα είχαν «και λαρύγγι και μυαλό». Οπως καταθέτει σήμερα ο πρόεδρος της Minos-Emi, τα θετικά στοιχεία του Νταλάρα είναι εκείνα ακριβώς που του αναγνωρίζουν και οι πλέον ορκισμένοι «εχθροί» του στη μουσική πιάτσα (και είναι κάμποσοι): «Σπουδαία φωνή, αυτό είναι το νούμερο ένα. Εργατικός εις το έπακρον. Πάντα ανήσυχος. Συνεπής μέχρι υπερβολής. Στο στούντιο τσακωνόμασταν συνέχεια, διότι συχνά η υπερβολική τελειομανία του τού αποστείρωνε το συναίσθημα. Ενώ το τραγούδι ήταν άψογο, στο τέλος με τις πολλές επαναλήψεις έχανε την ψυχή του. Του έλεγα “Γιώργο, μπορεί σε διαγωνισμό ορθοφωνίας και τονικής ορθότητας να πάρεις δέκα, αλλά από ψυχή θα πάρεις μηδέν”». Τα μειονεκτήματά του, επίσης κοινό μυστικό: «Το πρώτο είναι η υπερβολική του αγάπη για καθετί καινούργιο που εμφανιζόταν στον ορίζοντα (είτε αυτός ήταν συνθέτης είτε στιχουργός κτλ.), κάτι που τον παρέσυρε σε υπερβολικές συμμετοχές στα πάντα και σε ένα ξόδεμα του κεφαλαίου που λέγεται “Γιώργος Νταλάρας”. Εξού και αυτό που είπαν κάποτε “Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας”. Το δεύτερο είναι η απόλυτη εισαγγελικότητα και οι αγκυλώσεις του, που τον αδίκησαν πραγματικά. Βέβαια αυτή την αυστηρότητα και τη σκληρότητά του τις εφάρμοζε πρώτα στον εαυτό του και στην οικογένειά του και μετά σε όλους τους άλλους. Ομως δεν είναι εύκολο για τον κάθε συνεργάτη που δίνει την ψυχή του για αυτόν να δεχθεί μια συμπεριφορά που έφτανε πολλές φορές στην αδικία». Ο ίδιος έχει παραδεχτεί το στριφνόν του χαρακτήρα του. Το ευόργητον είναι επίσης γνωστό, κυρίως από τις θρυλικές συγκρούσεις του που πήραν τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Ανάμεσά τους o «τσαμπουκάς» εις βάρος του στιχουργού Μανώλη Ρασούλη στις 19 Σεπτεμβρίου 1983 κατά τη διάρκεια συναυλίας του Διονύση Σαββόπουλου (τελικώς αθωώνεται από τις κατηγορίες της απλής σωματικής βλάβης, της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμησης) αλλά και η επτάχρονη δικαστική διαμάχη με τον βιτριολικό Τζίμη Πανούση. Οι δημοσιογράφοι καταβάλουν προσπάθειες να μην τον εκνευρίσουν στη διάρκεια μιας συνέντευξης, οι παλιοί ήξεραν καλά πως αν τον εξαγρίωνες με ένα «άδικο» κείμενο δεν το είχε σε τίποτα να έρθει να σου ζητήσει τα ρέστα έξω από το γραφείο σου. Λίαν ενδεικτική και η ιστορία που καταθέτει σήμερα στο ΒΗmagazino 29χρονος δημοσιογράφος που προτιμά να κρατήσει την ανωνυμία του: «Είμαστε μια παρέα 18χρονων και έχουμε αράξει μπροστά από το Γλυκύ στην Πλάκα. Είναι το 2001, που ο Νταλάρας εμφανίζεται ξανά στον Ζυγό. Ξαφνικά περνάει από μπροστά μας και κάποιος από την παρέα φωνάζει κοροϊδευτικά “Νταλάρας!”, εκείνος γυρνάει εκνευρισμένος, πάνε να πιαστούν στα χέρια. Εμείς φωνάζουμε στον δικό μας να κουλάρει, τελικά τους χωρίζουμε. Λίγο καιρό αργότερα εμείς, πάλι έξω από το Γλυκύ. Σκάει μύτη ο Νταλάρας με ένα μακρύ μαύρο παλτό και μια τσάντα περασμένη στον ώμο. Μου λέει εμένα: “Εσύ ήσουν ήρεμος, προσπάθησες να κατευνάσεις τα πνεύματα. Ελα μαζί μου”. Μας πηγαίνει (εμένα και έναν ακόμη της παρέας) στον Ζυγό. “Σήμερα ή αύριο”, λέει στον μετρ, “τα παιδιά θα έχουν τραπέζι κερασμένο από μένα. Πείτε πόσοι θα είστε”». Τον περιγράφουν ως μοναχικό και απόμακρο («Μικρός ήμουν πολύ πιο ανοιχτός, αλλά οι μαχαιριές πισώπλατα ξεκίνησαν από νωρίς»), εργασιομανή (στα όρια του... ασκητισμού) καθώς ξενυχτάει μόνο για δουλειά και ανακοινώνει «αύριο θα είμαι πολύ κρυωμένος» όταν θέλει να αποφύγει μια κοσμική εκδήλωση. Ο Γιώργος Νταλάρας τα παίρνει όλα τοις μετρητοίς και ο αυτοσαρκασμός δεν είναι το πιο δυνατό του σημείο. Δεν παίζει ποτέ μουσική σε παρέες, ποτέ δεν βάζει μουσική στο σπίτι έτσι για να παίζει, έχει ένα απόλυτο αίσθημα καθήκοντος για τον εαυτό του. Δεν θα πει ποτέ «βαριέμαι» και θεωρεί προσόν του το ότι είναι για κάποιους πολύ βαρετός. Οι οικείοι του λένε ότι είναι διαρκώς alert. Ακόμη και όταν βλέπει τηλεόραση (συνήθως ντοκυμαντέρ του Discovery ή του History Channel) βρίσκεται σε εγρήγορση, δεν «χύνεται» ποτέ πάνω στον καναπέ. Εχει εμμονές. Τη θάλασσα, τις συλλογές (όπλα, σπαθιά, νομίσματα, πέτρες κ.ο.κ.), τα μαστορέματα (στη Νέα Υόρκη περνάει ώρες ολόκληρες στο κατάστημα Ηome Depot, σκαλίζοντας παξιμάδια και βίδες) και βέβαια την ταχύτητα (ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν θέλει να θυμάται το “τετακέ” που του έκανε με το αυτοκίνητο ο Νταλάρας το 1970 στη Θεσσαλονίκη): «Εφαγε μεγάλο βρισίδι. Το 1992 πάλι που έπαθα ένα έμφραγμα, ταράχτηκε, καβάλησε τη μηχανή και έτρεχε σαν τρελός να έρθει να με δει στο νοσοκομείο. Σε κάτι λάδια ντελαπάρισε και τον πέταξε 100 μέτρα μακριά. Ηρθε να με δει έτσι όπως ήταν, γδαρμένος και καμένος από το σούρσιμο στο οδόστρωμα». Ποιος από όλους τους Νταλάρες; Στην ερώτηση ποιο είναι «για σας το άκρον άωτον της δυστυχίας;», ο «πάπας» της γαλλικής λογοτεχνίας Ζαν Πολάν είχε απαντήσει «Να είναι κανείς ευανάγνωστος». Υπό αυτό το πρίσμα, ο Γιώργος Νταλάρας, έπειτα από 45 χρόνια αδιάλειπτης έκθεσης, πάνω από 70 προσωπικούς δίσκους (το 2012 κυκλοφόρησε έναν ακόμη με τίτλο «Τι θα πει έτσι είναι») και πάνω από 14 εκατομμύρια πωλήσεις, μπορεί άνετα να θεωρεί εαυτόν πλέοντα σε πελάγη ευτυχίας. Ακόμη και αυτοί που τον γνωρίζουν καλά επιμένουν ότι σπάνια μπορείς να διαπεράσεις την επιφάνεια και να ψηλαφήσεις τα πιο κάτω στρώματα, πόσω μάλλον να βρεις ρωγμές. «Ενώ τον πλησιάζεις εύκολα, μόλις χωρίσεις από εκείνον έχεις την εντύπωση ότι μιλούσες με κάποιον άλλον» είχε πει κάποτε ο στιχουργός Μάνος Ελευθερίου. Ισως κάτω από τη μεσαιωνική πανοπλία της άφθαρτης φωνής και εικόνας να κρύβεται η αλήθεια. Αν αφαιρέσεις τον θώρακα και τις περικνημίδες μπορεί να βρεις έναν «συστημικό» καλλιτέχνη-πρωταθλητή που βγήκε στο «μεϊντάνι» για να τα σαρώσει όλα. Αν, πάλι, πετάξεις και την περικεφαλαία, μπορεί να βρεις από κάτω έναν μικρό Νταράλα να παλεύει σκυλίσια να σταθεί πολύ ψηλότερα από όσο τού επέτρεψαν ποτέ η τάξη, η μόρφωση και η οικογένειά του. Και οι δύο, πάντως, κάποια βράδια ξυπνάνε μέσα σε ένα παγωμένο δωμάτιο....
Πηγή tovima.gr >>>
Δημιουργία Σελίδας: 27/12/2016