Ποιός Είναι Ο Πρώτος Άδης: Συλλέξαμε την καλύτερη πηγή για αυτό το θέμα και σας την παραθέτουμε μαζί με άλλες πληροφορίες.

Ποιός Είναι Ο Πρώτος Άδης

Ο πρώτος «άδης» είναι η πλήρης απόρριψη του παλαιού εαυτού μου, των πράξεων και των επιθυμιών του (που χαρακτηρίζονται από εμπάθεια), και ο δεύτερος «άδης» περιέχει την αγάπη χωρίς όρους και μέχρι αυτοθυσίας για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, ακόμη και τον εχθρό τους, που τον έχουν συγχωρήσει πλήρως. Η αγάπη αυτή κορυφώνεται σε (ή ξεκινά από) αγάπη στο Χριστό, με τον Οποίο διατηρείται κανονική επικοινωνία μέσω της προσευχής, αλλά και της συμμετοχής στη θεία λειτουργία και στο μυστήριο της θείας Μετάληψης, και η οποία επικοινωνία μπορεί να φτάσει και μέχρι τη θέα του θείου Φωτός, κατά τη διάρκεια όχι μόνο της προσευχής αλλά και της κοινής καθημερινότητας – θέα που ενίοτε μπορεί να διαρκεί μέρες και ο άνθρωπος να κάνει τις καθημερινές του δραστηριότητες ευρισκόμενος συγχρόνως εντός του θείου Φωτός, το οποίο του αποκαλύπτεται ως προσωπική οντότητα, ως ο Χριστός. Επειδή δεν υπάρχει μέθοδος, με την οποία να επιδιώκεται κάποιο αποτέλεσμα, μέγιστες πνευματικές εμπειρίες μπορεί να βιώσουν όχι μόνο μοναχοί ή ιερείς, αλλά και κοινοί άνθρωποι, οικογενειάρχες, ή ακόμη και παιδιά, που πιθανόν δεν ξέρουν καν τι ήταν αυτό που βίωσαν. Χριστιανικές πνευματικές εμπειρίες – π.χ. θαύματα ή εμφανίσεις του Χριστού, της Παναγίας ή κάποιων αγίων – βιώνουν ακόμη και μη χριστιανοί, οι οποίοι ενίοτε παραμένουν πιστοί των θρησκειών τους, αλλά κάποιοι βρίσκουν το θάρρος να μεταστραφούν στην Ορθοδοξία, θέτοντας τον εαυτό τους στην αφετηρία της όλης πορείας. Όλοι πάντως έχουν κάτι κοινό: τον άδη της μετάνοιας, που γεννά την ταπεινή καρδιά, και τον άδη της αγάπης, που προϋποθέτει αυτή την ταπεινή καρδιά. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των ορθόδοξων θαυματουργών αγίων είναι ότι δεν επιθυμούν καθόλου την απόχτηση εξαιρετικών χαρισμάτων, ούτε και τη βίωση ιδιαίτερων πνευματικών εμπειριών. Δεν επιθυμούν ούτε την αύξηση της γνώσης τους, την απόχτηση «σοφίας» ή «ανώτερης συνειδητότητας» ή την «ένωση με το σύμπαν», την «εναρμόνισή τους» με αυτό ή κάτι παρόμοιο. Επιθυμούν μόνο το Χριστό. Η επιθυμία τους τούς κατευθύνει έξω από τον εαυτό τους, προς ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο αγαπούν και προς το οποίο τείνουν να ενωθούν, ακολουθώντας το δρόμο Του, το δρόμο της ταπεινής και ανιδιοτελούς αγάπης προς το Θεό (τον Άγιο Τριαδικό Θεό και όχι μια υποκειμενική ιδέα «περί Θεού» ή μια φαντασίωση ότι «θεός» είναι ένα σύμβολο της ομορφιάς ή της αγάπης ή μια σπίθα που υπάρχει μέσα μας ή σε όλα τα όντα κ.τ.λ.) και τον πλησίον. Γι’ αυτό και δεν βυθίζονται στον εαυτό τους, όπως οι γιόγκι, αλλά απευθύνονται προς το Χριστό, ως Θεό, και ζητούν το έλεός Του και την πολύτιμη βοήθειά Του για την κάθαρση της καρδιάς τους από τα πάθη και τη μεταλλαγή τους σε αυτό το ον που Εκείνος θέλει γι’ αυτούς. Επίσης, δεν προσπαθούν να χαράξουν «ένα δικό τους δρόμο προς την τελειότητα», αλλά εντάσσονται στο δρόμο που δίδαξε ο Χριστός και στο σώμα που ίδρυσε Εκείνος, την Εκκλησία. Οι χριστιανοί δεν κάνουν ποτέ ατομικό αγώνα για την τελειότητα, αλλά εντάσσονται, και εντάσσουν τον πνευματικό και ηθικό αγώνα τους, στην Εκκλησία: συγκεντρώνονται με τους αδελφούς τους και κοινωνούν από το ίδιο άγιο ποτήριο, σώμα και αίμα Χριστού. Μέλος αυτής της κοινότητας είναι και ο Χριστός, συγκεκριμένα η κεφαλή της, και μέσα στην κοινότητα αυτή θα Τον συναντήσω. Ακόμη και ένας ερημίτης είναι πάντα μέλος της κοινότητας, ενώνεται μ’ αυτήν διά της προσευχής προς το Χριστό (προσευχής υπέρ όλων των ανθρώπων και μάλιστα όλων των όντων) και συμμετέχει στη θεία Μετάληψη όποτε καθίσταται εφικτό. Επειδή ο Χριστός είναι Αυτός που αγαπώ, επειδή με Αυτόν θέλω να ενωθώ και ξέρω ότι η ένωση αυτή είναι εφικτή (το ξέρουν όλοι οι άγιοι της Ορθοδοξίας, που τη ζουν ήδη από αυτή τη ζωή – και είναι αυτή η ένωση που τους κάνει θαυματουργούς, με χαρίσματα που παρέχει ο Τριαδικός Θεός όταν και στη μορφή που Εκείνος θέλει και τα αποσύρει όταν πρέπει, χωρίς ο άνθρωπος να μπορεί να «τα φέρει πίσω» με δικές του μεθόδους, πράγμα που θα ήταν εγωιστικό), δε με ενδιαφέρει η πιθανή ύπαρξη «άλλων δρόμων» απόχτησης σοφίας, γνώσης ή υπερφυσικών δυνάμεων. Τις δυνάμεις αυτές (ακόμη κι αν κάποιοι με διδάξουν πώς να τις αφυπνίζω ή πώς να τις χειρίζομαι) δεν τις θέλω. Θέλω μόνο το Χριστό. Μέσα μου, κρυφά, επιθυμώ τις δυνάμεις, γι’ αυτό και δεν είμαι σε θέση να δω το Χριστό – και, αν δω κάτι, μάλλον δεν θα είναι Εκείνος αλλά κάποιος «άλλος» που θα θέλει να με παγιδεύσει. Οι άγιοι, που φτάνουν στην τελειότητα, πράγματι έχουν βγάλει από μέσα τους τον εγωισμό και δεν επιθυμούν τις δυνάμεις, αλλά μόνο το Χριστό. Ένα προσφιλές παράδειγμα στην Ορθοδοξία, που φανερώνει τον τρόπο που πλησιάζουν το Χριστό, είναι ο άσωτος υιός· αυτός, εξουθενωμένος, έπεσε στα πόδια του πατέρα του, εκλιπαρώντας να τον βάλει με τους υπηρέτες. Έτσι νιώθει και ο ταπεινός χριστιανός, έχοντας επίγνωση της αβύσσου που τον χωρίζει από την απόλυτη καθαρότητα του Χριστού. Ξέρει ότι δεν είναι αναμάρτητος. Αλλά ο Πατέρας του ασώτου (που συμβολίζει το Χριστό) αποκατέστησε τον άσωτο σε θέση υιού και τον τίμησε με δαχτυλίδι και λαμπρά ενδύματα, χωρίς να λάβει υπόψιν όχι μόνο την παράκληση να τον κάνει υπηρέτη, αλλά ούτε και την άσωτη ζωή του, με την οποία κατασπατάλησε τον πλούτο, που είχε απαιτήσει και πάρει από τον Πατέρα χωρίς να δουλέψει. (Ας αναφέρουμε εδώ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε πολύ αμαρτωλοί· οι προθέσεις μας στο βάθος δεν είναι καθόλου αγνές και, αν μπορούσαμε, ο εγωισμός θα μας οδηγούσε σε πολύ σκοτεινούς δρόμους, άσχετα αν θα κάναμε κακό στους ανθρώπους ή θα τους «ωφελούσαμε». Ωστόσο, δεν το παραδεχόμαστε, συχνά ούτε στον εαυτό μας, εμφανίζοντας τον εαυτό μας ως «άξιο» να δεχτεί χαρίσματα από το Χριστό, ενώ μπορεί ακόμη και να μην παραδεχόμαστε καν ότι ο Χριστός είναι Θεός ή ότι έχει επικοινωνία με τους ανθρώπους και να ισχυριζόμαστε ότι υπάρχει μόνο μια απρόσωπη «θεία ουσία» ή μια «συμπαντική ψυχή», γυρίζοντας την πλάτη μας στον Αληθινό Θεό, παρόλο που έχει εμφανιστεί σε αμέτρητους αγίους. Δυο παραδείγματα διαφορετικής προσέγγισης του Θεού είναι οι άγιοι Γέροντες Πορφύριος και Σωφρόνιος. Ο πρώτος ταξίδεψε στο Άγιο Όρος από την πρώιμη εφηβική του ηλικία και δεν απομακρύνθηκε ποτέ απ’ το Χριστό· έτσι, όπως φαίνεται, δε χρειάστηκε να βιώσει σε μεγάλο βαθμό την οδύνη της μετάνοιας. Αντίθετα, ο δεύτερος αρνήθηκε το Χριστό, έγινε άθεος, καλλιέργησε τον υπερβατικό διαλογισμό, έκανε σχεδόν νοσηρές σκέψεις ότι ο ίδιος είναι θεός – σκέψεις επηρεασμένες από την ανατολική φιλοσοφία – κι έτσι, όταν έζησε την εμπειρία της εμφάνισης ...

Πηγή vimaorthodoxias.gr >>>

Χρήστες που ενδιαφέρθηκαν για το παραπάνω βρήκαν χρήσιμα και τα:

Δημιουργία Σελίδας: 09/01/2017