Τι Είναι Η Μνήμη: Συλλέξαμε την καλύτερη πηγή για αυτό το θέμα και σας την παραθέτουμε μαζί με άλλες πληροφορίες.

Τι Είναι Η Μνήμη

Η μνήμη είναι ένα πολύ δυναμικό πράγμα που αλλάζει, αλλοιώνεται, μετασχηματίζεται και συνάμα αποκαλύπτει ενδιαφέροντα φαινόμενα, καθώς το παρόν, η παρούσα συγκυρία, αλληλεπιδρά με τα πολλαπλά, αλληλένδετα επίπεδα του παρελθόντος. Για παράδειγμα, στις συνεντεύξεις συχνά γίνονται αναφορές στις ιδεολογικές διαφορές και στις κόντρες ανάμεσα στις φοιτητικές οργανώσεις που αναφέρονται ανοιχτά στη Μεταπολίτευση, χωρίς όμως να κάνουν διαφοροποιήσεις από την περίοδο της χούντας, πράγμα που αναδεικνύει όχι μόνο τη ρευστότητα της μνήμης αλλά και τη σχετικότητα της υποτιθέμενης απόλυτης πολιτικής τομής που επέφερε η ίδια η πτώση της δικτατορίας. — «Τα αγόρια με τα μακριά μαλλιά και τα μούσια, οι κοπέλες που υιοθετούσαν επιδεικτικά το στυλ της Τζόαν Μπαέζ δεν θα εμφανίζονταν ως καταγέλαστοι περιθωριακοί αλλά ως πρωταγωνιστές ενός πολύ σημαντικού πολιτικού και κοινωνικού αγώνα» αναφέρει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου. Πώς, αλήθεια, το στυλ και η μόδα απέκτησαν πολιτικές προεκτάσεις τη δεκαετία του 70; Ήταν τεράστιας σημασίας, γιατί αποτέλεσαν έναν κοινό παρονομαστή, έναν κώδικα αναγνωρισιμότητας από ένα σημείο και μετά. Στο βιβλίο χαρτογραφώ τις αλλαγές στο στυλ από τις αρχές, τα τέλη του 50 και μετά, τους τεντιμπόηδες, τους γιεγιέδες, τις αριστερές νεολαίες με το εργατικό στυλ, τους Λαμπράκηδες με τα σακάκια και τις γραβάτες. Η χούντα φέρνει ένα κράμα στοιχείων που ήταν ετερογενή και συχνά ανήκαν και σε διαφορετικές «φυλές» των νέων. Για παράδειγμα, πριν από το 70 τα μακριά μαλλιά ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα των απολιτίκ γιεγιέδων – από ένα σημείο κι έπειτα, όμως, πολιτικοποιούνται. Σε μέρη όπως το κλαμπ «Κύτταρο» συναντιούνται διαφορετικές τάσεις και αναμειγνύονται. Εδώ, βέβαια, ο μιμητισμός σε σχέση με το τι γινόταν στο εξωτερικό έπαιξε καίριο ρόλο – η αναφορά στην Τζόαν Μπαέζ δεν είναι τυχαία. — Ναι, αλλά δεν ήταν μόνο η επανάσταση του στυλ που έπαιξε ρόλο: στο βιβλίο σου, φέρ ειπείν, αναφέρεσαι στις βόμβες από επιφανή σήμερα πρόσωπα, όπως ο Πέτρος Ευθυμίου και ο Γιώργος Κοτανίδης, που «κληροδότησε» ως επαναστατική πράξη στο Πολυτεχνείο η προηγούμενη γενιά, αν και έχω την αίσθηση πως υιοθετείς την άποψη του Λιάκου ότι επρόκειτο για κινήσεις πιο αποσπασματικές και μάλλον εξωραϊσμένες. Πώς, όμως, περάσαμε από τον εξωραϊσμό στη δαιμονοποίηση οποιασδήποτε μορφής ένοπλης πάλης; Αυτή η γενιά, που ονομάζω και «γενιά του Ζ» –πρώην Λαμπράκηδες ως επί το πλείστον– ζει τα πιο δύσκολα χρόνια της δικτατορίας και βιώνει μια κατάσταση απόλυτης καταστολής και καταπίεσης στους πανεπιστημιακούς χώρους. Οδηγείται στη δημιουργία παράνομων αντιστασιακών δικτύων, συμμετέχει ενεργά στις λεγόμενες «δυναμικές ενέργειες» κατά του καθεστώτος και ουσιαστικά συλλαμβάνεται πολύ γρήγορα – ως το 1971 εξαρθρώνονται όλες αυτές οι οργανώσεις ηρωικών νέων ανθρώπων, όπως ο Ρήγας Φεραίος, η Λαϊκή Πάλη, η 20ή Οκτώβρη. Θα πρέπει όμως να τις διαχωρίσουμε, δεν μπορούμε να βλέπουμε την Επταετία ως έναν ενιαίο σύνολο, ούτε και την αντίσταση ως έναν συνεκτικό κύκλο διαμαρτυρίας, αλλά, αντιθέτως, να αναζητήσουμε τις ποιοτικές διαφοροποιήσεις μέσα τους. Υπάρχει μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στο πρώτο αυτό κύμα αντιστασιακών ενεργειών και στο μαζικό κίνημα που ακολούθησε και οδήγησε στο Πολυτεχνείο – δεν υπάρχει οργανική σχέση ανάμεσά τους, παρότι η υπάρχουσα βιβλιογραφία τείνει να τα συνδέει για να αναδείξει το πανόραμα της αντίστασης. Όντως είχε εξωραϊστεί ο ρόλος των παράνομων οργανώσεων, κυρίως μεταπολιτευτικά, πράγμα ίσως αναμενόμενο, δεδομένης της ισχνής συμμετοχής σε αυτές αλλά και του υψηλού τιμήματος που πλήρωσαν όσοι συνελήφθησαν. Από την άλλη, όμως, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όσον αφορά τη δαιμονοποίηση της αντίστασης ως προάγγελου της τρομοκρατίας τύπου 17 Νοέμβρη, και παρά τη σποραδική συμμετοχή ανθρώπων όπως ο Γιωτόπουλος και στις δύο. Θα πρέπει να διαφοροποιήσουμε αυστηρά την περίοδο πριν από το 74 από τη μετά, το πλαίσιο, τις συνθήκες αλλά και τις ίδιες τις μεθόδους. Θα πρέπει να τα ξεδιαλύνουμε και πάλι και να μιλήσουμε ανοιχτά και χωρίς περισπασμούς ή φόβο για τη «δυναμική αντίσταση», που άλλωστε είχε ως στόχο της ένα αυθαίρετο, βάναυσο και βίαιο καθεστώς. — Επειδή, όμως, οι «γάμοι» διαφορετικών πολιτικών απόψεων προϋποθέτουν πάντα μια κηδεία, θες να μας πεις πώς οι κηδείες των Γιώργου Σεφέρη και Γεωργίου Παπανδρέου για τις οποίες μιλάς στο βιβλίο λειτούργησαν ουσιαστικά ως οι πρώτες δημόσιες διαδηλώσεις τον καιρό της χούντας; Οι κηδείες παίζουν μεγάλο ρόλο. Η κηδεία του Γρηγόρη Λαμπράκη τον Μάιο του 1963 και του Σωτήρη Πέτρουλα το καλοκαίρι του 1965 στοιχειώνουν συναισθηματικά και διαμορφώνουν πολιτικά τη Γενιά του Ζ. Οι δυο κηδείες που αναφέρεις, του Γεωργίου Παπανδρέου τον Νοέμβριο του 1968 και του Γιώργου Σεφέρη τον Σεπτέμβριο του 1971, είναι οι πρώτες και μοναδικές πάνδημες δημόσιες διαδηλώσεις τον καιρό της χούντας, πράγμα που επαναλήφθηκε και στο μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου το 1973, που απέκτησε χαρακτηριστικά πραγματικού συλλαλητηρίου, λίγες μέρες πριν από το ...

Πηγή xnews.gr >>>

Χρήστες που ενδιαφέρθηκαν για το παραπάνω βρήκαν χρήσιμα και τα:

Δημιουργία Σελίδας: 02/01/2017