Τι είναι το πρόβλημα του παράλληλου χρήματος (double-spending problem)

Το ηλεκτρονικό χρήμα δεν είναι παρά μια σειρά από ψηφιακά στοιχεία (0 και 1). Για τον λόγο αυτό είναι εύκολο να αντιγραφεί. Επειδή κάθε αντίγραφο θα είναι ακριβώς το ίδιο με το πρωτότυπο, είναι αδύνατον να διακρίνουμε ποιό είναι το πρωτότυπο. Αρα, κάνοντας μερικά αντίγραφα του ηλεκτρονικού χρήματος που διαθέτει κάποιος μπορεί εύκολα, γρήγορα και απλά να γίνει εκατομμυριούχος, στέλνοντάς τα σε παράλληλους δρόμους μέσα στο δίκτυο.

Στα συστήματα ελεγχόμενου ηλεκτρονικού χρήματος (Online digital cash), το πρόβλημα παρακάμπτεται με την ανάγκη επιβεβαίωσης της συναλλαγής από την Τράπεζα πριν την εκτέλεσή της. Ο υπολογιστής της Τράπεζας έχει μια βάση δεδομένων στην οποία καταγράφονται όλες οι συναλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί. Ετσι η Τράπεζα γνωρίζει ανά πάσα στιγμή πόσα χρήματα δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμη (το υπόλοιπο του λογαριασμού του συναλλασομένου). Αν οι Η/Υ της Τράπεζας λένε πως όλο το ποσό έχει δαπανηθεί, τότε ο συναλλασόμενος ενημερώνεται σχετικά και αρνείται την εκτέλεση της συναλλαγής. Με άλλα λόγια, το σύστημα λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο που σήμερα οι συναλλασόμενοι ελέγχουν τις πιστωτικές κάρτες για να βεβαιωθούν ότι έχουν υπόλοιπο πριν γίνει η συναλλαγή.

Στην περίπτωση του αυτόνομου ηλεκτρονικού χρήματος (Offline digital cash) το πρόβλημα του παράλληλου χρήματος έχει διάφορες πιθανές λύσεις. Η μια είναι με την χρήση μια ειδικής "έξυπνης" κάρτας που περιέχει έναν επεξεργαστή για την καταχώρηση των συναλλαγών (σε μερικά συστήματο ο επεξεργαστής αυτός λέγεται "Παρατηρητής" (Observer). Ο Παρατηρητής καταχωρεί σε μια μικρή βάση δεδομένων όλες τις συναλλαγές με τέτοιο τρόπο που να μην είναι δυνατή η διαγραφή ή αλλοίωσή τους. Ετσι, δεν μπορεί να υπάρξει υπερκάλυψη του ποσού που έχει καταχωρηθεί στην κάρτα.

Ο άλλος τρόπος είναι η χρήση ειδικών κρυπτογραφικών πρωτοκόλων που να κάνουν βέβαιη την εκ των υστέρων αναγνώρηση της ταυτόχρονης χρήσης του ιδίου χρήματος (με μεταγενέστερο έλεγχο όλων των συναλλαγών). Το σύστημα αυτό μπορεί να ανακαλύψει τις παράνομες συναλλαγές, αφού όμως έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Η συλλογιστική πίσω από μια τέτοια μέθοδο είναι πως αν ο υποψήφιος παραβάτης ξέρει πως δεν υπάρχει καμμία περίπτωση να γλυτώσει δεν θα κάνει την παρανομία. Το πλεονέκτημα αυτή της μεθόδου είναι ότι μπορεί να λειτουργήσει σε κοινούς προσωπικούς Η/Υ και φθηνές έξυπνες κάρτες χωρίς να χρειάζεται ειδικούς (και ακριβούς) επεξεργαστές.

Συστήματα που να χρησιμοποιούν υπογεγραμμένο αυτόνομο χρήμα είναι αρκετά εύκολο να δημιουργηθούν. Κάθε φορά που γίνεται μια καινούρια συναλλαγή, στην υπογραφή που περιέχεται στο χρήμα αυτό προστίθεται ο τελευταίος συναλλασόμενος. Ετσι, όταν τελικά το χρήμα κάνει τον κύκλο του και επιστρέψει στην Τράπεζα για κατάθεση, αυτή μπορεί να ελέγξει αν έχει γίνει παράλληλη χρήση του ίδιο ποσού. Στην περίπτωση που έχει συμβεί κάτι τέτοιο, οι υπογραφές μπορούν εύκολα να μας οδηγήσουν στον παραβάτη.

Το ίδιο θα συμβεί και στην περίπτωση του αυτόνομου χρήματος. Και εδώ, με κάθε συναλλαγή, μεγαλώνει η υπογραφή του χρήματος, καταγράφοντας στοιχεία. Στην περίπτωση αυτή, τα στοιχεία που καταγράφονται είναι διαφορετικά, αλλά το αποτέλεσμα το ίδιο. Οταν κάποια στιγμή το χρήμα φθάσει στην Τράπεζα, εκείνη θα μπορέσει να διακρίνει αν έγινε παράλληλη χρήση, και να ανακαλύψει τον δράστη. Η διαφορά έγκειται στο γενονός πως στο αυτόνομο χρήμα, η Τράπεζα θα μάθει τις ταυτότητες όλων όσων χρησιμοποίησαν αυτό το χρήμα μόνο αν έχει υπάρξει παράλληλη χρήση. Δηλαδή μόνο όταν είναι αναγκαίο. Αν το χρήμα έχει χρησιμοποιηθεί κανονικά, η Τράπεζα δεν μπορεί να μάθει ποιός είναι ο αρχικός αποστολέας του χρήματος, ούτε ποιές συναλλαγές έγιναν με αυτό πριν καταλήξει σε εκείνη.

Επιστροφή στον Πίνακα Περιεχομένων
Επιστροφή στις Επιλογές

Copyright 1996 Γιώργος Επιτήδειος
Υποδείξεις, Ερωτήσεις, Σχόλια στην διεύθυνση gepiti@gepiti.com